διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από … Dictionary of Greek
διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύτηκα, κάνω συνεννοήσεις, παζαρεύω, για να καταλήξω σε συμφωνία: Διαπραγματεύεται την αγορά ενός παραλιακού οικοπέδου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαπραγματευομένων — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευόμεθα — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευόμενον — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματεύσασθε — διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευθήσεται — διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg διαπρᾱγματευθήσεται , διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευομένη — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένη , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευομένης — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένης , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπραγματευσάμενοι — διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl διαπρᾱγματευσάμενοι , διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)