διαπραγματεύομαι

διαπραγματεύομαι
διαπραγματεύομαι, διαπραγματεύτηκα βλ. πίν. 18
——————
Σημειώσεις:
διαπραγματεύομαι : η χρησιμοποίηση του ρήματος με την έννοια πραγματεύομαι (εξετάζω, εκθέτω, αναλύω ένα θέμα) είναι λαθεμένη.
Το διαπραγματεύομαι σημαίνει κάνω διαπραγματεύσεις.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύομαι — διαπραγματεύτηκα, κάνω συνεννοήσεις, παζαρεύω, για να καταλήξω σε συμφωνία: Διαπραγματεύεται την αγορά ενός παραλιακού οικοπέδου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαπραγματευομένων — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen pl διαπρᾱγματευομένων , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc/neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευόμεθα — διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss pres ind mp 1st pl διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) διαπρᾱγματευόμεθα , διαπραγματεύομαι discuss imperf ind mp 1st pl (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευόμενον — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut nom/voc/acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp masc acc sg διαπρᾱγματευόμενον , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp neut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματεύσασθε — διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor imperat mp 2nd pl διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric ionic) διαπρᾱγματεύσασθε , διαπραγματεύομαι discuss aor ind mp 2nd pl (homeric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευθήσεται — διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg διαπρᾱγματευθήσεται , διαπραγματεύομαι discuss fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευομένη — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένη , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευομένης — διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) διαπρᾱγματευομένης , διαπραγματεύομαι discuss pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαπραγματευσάμενοι — διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl διαπρᾱγματευσάμενοι , διαπραγματεύομαι discuss aor part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”